στρύμω(γ)μα

στρύμω(γ)μα
τό
1) прижимание, припирание; стискивание; 2) см. στρυμούρα; 3) перен. припирание к стене

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρύμω(γ)μα" в других словарях:

  • Στρυμώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρυμοῦς — Στρυμώ fem nom/voc pl Στρυμώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυμωξίδι — και στριμωξίδι, το, Ν στρυμωξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • στρυμωξιά — και στριμωξιά, η, Ν στρύμωγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στρυμωχτός — και στριμωχτός, ή, ό, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. αυτός που έχει στρυμωχτεί, πεπιεσμένος 2. δεκτικός συμπίεσης. επίρρ... στρυμωχτά και στριμωχτά Ν με στρυμωχτό τρόπο, συμπιεστά …   Dictionary of Greek

  • στρυμώχνω — και στρυμώνω και στριμώ (χ)νω και στριμώγνω Ν 1. συμπιέζω, συνωθώ 2. μτφ. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, σε πολύ δύσκολη θέση («μέ στρύμωξε και τού τά πα όλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στρυμώ(χ)νω κατά την πιθανότερη άποψη έχει σχηματιστεί από τον τ. στρύμοξ* …   Dictionary of Greek

  • στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • Ησιόνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, σύζυγος του Προμηθέα και μητέρα του Δευκαλίωνα,ήρωα των Λοκρών. 2. Μία από τις Δαναΐδες. Από τον Δία γέννησε τον Ορχομενό,γενάρχη των Μινύων. 3. Σύζυγος του Άτλαντα και μητέρα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»